Στις σημερινές κοινωνίες πολλοί είναι οι έφηβοι που θα δοκιμάσουν ή θα χρησιμοποιήσουν, κάποιες φορές, ψυχοτρόπες ουσίες. Η περιέργεια, ο πειραματισμός, η έλξη του απαγορευμένου και η μεγάλη διαθεσιμότητα ουσιών στο περιβάλλον των νέων οδηγούν πολλούς, όλο και μικρότερης ηλικίας, εφήβους σε μια πρώτη επαφή με τις ουσίες. Δεν αρκεί όμως η δοκιμή για να καταλήξει κανείς στη συστηματική χρήση ουσιών και στην εξάρτηση. Η συνάντηση με την ουσία μπορεί για κάποιους εφήβους να μην έχει καμία σημασία και να ξεχαστεί γρήγορα, ενώ για άλλους να αποτελέσει μια ξεχωριστή εμπειρία που θα θελήσουν να ξαναζήσουν και να επαναλάβουν πάλι και πάλι.
Η βιβλιογραφία επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη ψυχοπαθολογική δομή πίσω από τη συμπτωματολογία της εξάρτησης από ουσίες. Μπορούμε να θεωρήσουμε τη χρήση ουσιών στην εφηβεία συμπτωματική συμπεριφορά, η οποία εμφανίζεται ως απάντηση σε άλυτες ή μη επεξεργασμένες ψυχικά συγκρούσεις του εφήβου. Ως ένα εμπόδιο, δηλαδή, στην απαραίτητη ωρίμανση που απαιτεί το πέρασμα από την παιδική στην ενήλικη ζωή.
Η φάση της εφηβείας αποτελεί μια θεμελιακή εμπειρία αλλαγής που, ενώ καθορίζεται από αμετάκλητους βιολογικούς νόμους και απαιτητικούς κοινωνικούς κώδικες, επηρεάζεται ωστόσο αποφασιστικά από το οικογενειακό και πολιτιστικό περιβάλλον, τα βιώματα της παιδικής ηλικίας και την ψυχοσεξουαλική εξέλιξη του ατόμου.
Οι διάφορες εξαρτητικές συμπεριφορές, όπου, εκτός από τη χρήση ουσιών, συμπεριλαμβάνονται η βουλιμία-ανορεξία αλλά και ορισμένες σεξουαλικές συμπεριφορές που αποκτούν τη μορφή εξάρτησης, εκφράζουν την αποτυχία των διεργασιών της εφηβείας αλλά και την ελλιπή ψυχική επεξεργασία της υποβόσκουσας διαμάχης.
Ο έφηβος μέσα από τις συμπεριφορές εξάρτησης επιδιώκει να εκφορτίσει την ψυχική ένταση που κάποιες φορές μπορεί να γίνεται αβάσταχτη προκαλώντας έντονο άγχος. Αναδιοργανώνει έτσι αμυντικά την προσωπικότητά του γύρω από την εξαρτητική συμπεριφορά, η οποία του προσφέρει ένα υποκατάστατο αντικειμένου μέσω του οποίου διατηρεί την εσωτερική του συνέχεια και το αίσθημα ταυτότητας.
Ναρκωτικά και Εφηβεία
Τι είναι τα ναρκωτικά;
Ο όρος «ναρκωτικά» δεν είναι ο πιο κατάλληλος για να αποδώσει τις διάφορες ουσίες που περιλαμβάνει εννοιολογικά. Ορισμένες από αυτές, όπως η κοκαΐνη και οι αμφεταμίνες, είναι κατ’ εξοχήν διεγερτικές και όχι κατασταλτικές/ναρκωτικές ουσίες. Πολλοί ειδικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «εξαρτησιογόνες ουσίες», στις οποίες όμως ανήκουν τόσο ο καπνός όσο και το οινόπνευμα που δημιουργούν ισχυρή εξάρτηση. Από την άλλη, πολλοί αμφισβητούν αν τα πιο διαδεδομένα ναρκωτικά, η μαριχουάνα και το χασίς, προκαλούν βιολογική εξάρτηση.
Στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου τα ναρκωτικά είναι παράνομες ουσίες που λαμβάνονται για να προκαλέσουν ευφορία αλλά έχουν σημαντικές τοξικές παρενέργειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Ούτε αυτή η αντίληψη ανταποκρίνεται, όμως, στην πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας πολλά ναρκωτικά ήταν νόμιμα, ενώ τα τελευταία χρόνια η αποποινικοποίηση ορισμένων ουσιών υιοθετείται με αυξανόμενο ρυθμό. Επίσης, η τοξικότητα ορισμένων ναρκωτικών εξαρτάται από τη δοσολογία, από τις συνθήκες λήψης, από τη συνέργια με άλλες ουσίες. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο όρος «ναρκωτικά» θα έπρεπε να περιοριστεί στις νόμιμες ή παράνομες ουσίες, χημικής ή φυτικής προέλευσης, οι οποίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν φυσική, διανοητική και συναισθηματική αλλοίωση.
Με βάση τη φαρμακολογική τους δράση, τα ναρκωτικά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:
• Στα ψευδαισθησιογόνα ή παραισθησιογόνα (χασίς, μαριχουάνα, LSD, κ.ά.).
• Στα διεγερτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος (κοκαΐνη, αμφεταμίνη, κ.ά.)
• Στα κατασταλτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος (ηρεμιστικά και υπνωτικά χάπια, κ.ά.)
• Στα οπιούχα (όπιο, ηρωίνη, μορφίνη, κ.ά.)
Η κατανάλωση ναρκωτικών τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζει διεθνώς σημαντική έξαρση. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 υπήρξε σημαντική αύξηση της κατανάλωσης χασίς και μαριχουάνας, ενώ στις δεκαετίες του 1980 και 1990 αυξήθηκε η κατανάλωση πιο «σκληρών» ναρκωτικών, όπως της ηρωίνης και της κοκαΐνης. Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας, η κάνναβη αποτελεί το πλέον διαδεδομένο παράνομο ναρκωτικό στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Υπολογίζεται ότι 1-9% του ενήλικου πληθυσμού και το 20% των νέων είχε κάμει χρήση κάνναβης κατά τη διάρκεια του 1998.
Οι αμφεταμίνες αποτελούν το δεύτερο πιο διαδεδομένο παράνομο ναρκωτικό στις περισσότερες χώρες (1-9% του ενήλικου πληθυσμού, περίπου 6% των νέων). Σε ό,τι αφορά την κοκαΐνη, παρατηρείται μέτρια αλλά σταθερή αύξηση της χρήσης της, ενώ για την ηρωίνη αναφέρεται αύξηση σε ορισμένες μόνο χώρες. Εθισμό στα οπιούχα παρουσιάζει μόνο το 0,2-0,3% του πληθυσμού της Ε.Ε., ποσοστό που θεωρείται σχετικά χαμηλό.
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των εξαρτημένων από ναρκωτικά ατόμων ανέρχεται, σύμφωνα με τον ΟΚΑΝΑ, σε 50.000-70.000 άτομα. Το πιο διαδεδομένο παράνομο ναρκωτικό και στην Ελλάδα είναι η κάνναβη. Επίσης, οι θάνατοι από χρήση ενδοφλέβιας ηρωίνης από 71 που ήταν το 1991 έφτασαν τους 239 το 1998 και 273 το 2006. Ο αριθμός αυτός αποτελεί σαφώς υποεκτίμηση του προβλήματος, αφού ορισμένοι θάνατοι δεν καταγράφονται ενώ δεν συνυπολογίζονται οι θάνατοι από ηπατίτιδες, AIDS, κ.τ.λ. που προκλήθηκαν από τη χρήση ναρκωτικών.
Ναρκωτικά και Εφηβεία
Ο σημαντικότερος παράγοντας για την αποτροπή των εφήβων από τη χρήση των ναρκωτικών είναι η ενεργή παρουσία των γονέων στη ζωή των παιδιών τους. Η καλλιέργεια ενός υγιούς οικογενειακού περιβάλλοντος για τα παιδιά παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο αφού είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα εκτεθούν στα ναρκωτικά είτε στο χώρο του σχολείου είτε από συνομηλίκους και γνωστούς.
Βασική προϋπόθεση για να μειωθεί ο κίνδυνος εμπλοκής ενός παιδιού με τα ναρκωτικά είναι η επικοινωνία. Στην ηλικία των 10-12 ετών είναι καλό να ξεκινήσει ένας πρώτος διάλογος σχετικά με τους κινδύνους και τις επιπτώσεις έτσι ώστε να προληφθεί η εμφάνιση του προβλήματος.
Έρευνες έχουν δείξει ότι τα νεαρά άτομα που καπνίζουν έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να κάνουν χρήση αλκοόλ και απαγορευμένων ουσιών. Οι γονείς οφείλουν να αποθαρρύνουν το παιδί τους από το κάπνισμα. Σε αυτό το ζήτημα πρέπει να επιστήσουμε ιδιαίτερα την προσοχή διότι ο προφορικός αφορισμός δεν πρόκειται να φέρει αποτελέσματα αν οι γονείς είναι καπνιστές. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι πράξεις έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στον μιμητισμό των παιδιών από ότι το ‘κήρυγμα’. Για αυτό τον λόγο οι γονείς πρέπει να φροντίζουν οι ίδιοι να γίνονται φωτεινά παραδείγματα αποφεύγοντας να κάνουν υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ, να μην καπνίζουν και να μην κάνουν χρήση ναρκωτικών. Σε αντιδιαστολή με όλα τα ανωτέρω οι γονείς πρέπει να ωθήσουν τα παιδιά τους σε αθλητικές και κοινωνικές δραστηριότητες (όπως κολύμβηση, μπάσκετ, θέατρο, χορό, μουσική κλπ).
Εκτός από την εξασφάλιση ενός ήρεμου οικογενειακού περιβάλλοντος, οι γονείς πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση σχετικά με τις παρέες των παιδιών τους και τα μέρη που συχνάζουν. Η συνεχής ενημέρωση των γονέων για το πού βρίσκεται το παιδί τους, καθώς επίσης η γνωριμία με τους γονείς των φίλων του παιδιού, δεν αποτελούν συστάσεις ή υπερβολές αλλά κανόνες. Κανόνες, επίσης, πρέπει να επιβάλλονται και στη συμπεριφορά των παιδιών, οι οποίοι συν τοις άλλοις πρέπει να περιλαμβάνουν τη μη χρήση παράνομων ουσιών, ακόμη, και κυρίως τότε, όταν βρίσκονται σε πάρτυ, οποιεσδήποτε και αν είναι οι περιστάσεις.
Αν παρατηρηθούν αλλαγές στη συμπεριφορά ενός παιδιού, οι γονείς δεν πρέπει να αδιαφορήσουν ή να το θεωρήσουν σημάδι εφηβείας. Μπορεί φυσικά και να είναι έτσι, αλλά ο συνδυασμός επιθετικότητας, διαρκούς και υπερβολικού θυμού, κατάθλιψης, επαναστατικής συμπεριφοράς και κακής απόδοσης στο σχολείο αποτελούν ενδείξεις χρήσης ναρκωτικών.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά, ένας στους τρεις εφήβους δηλώνει ότι έχει δοκιμάσει κάποια παράνομη ουσία και ένας στους έξι έχει κάνει χρήση τουλάχιστον 3 φορές σε όλη του τη ζωή (κάνναβη και κοκαΐνη).
Σημάδια στη συμπεριφορά των παιδιών που θα ήταν καλό να μην τα αγνοήσουμε:
- ‘Έντονες και συχνές αλλαγές στη συναισθηματική διάθεση του παιδιού.
- Εκρήξεις θυμού ή και βίας.
- Δραματικές αλλαγές στην εξωτερική εμφάνιση. (βρώμικο ντύσιμο).
- Αλλαγές στο πρόγραμμα διατροφής & ύπνου.
- Απόρριψη φίλων που συνήθιζε να κάνει παρέα , χωρίς κάποια λογική εξήγηση.
- Ψέματα για το που ήταν, τι έκανε και με ποιους ήταν.
- Απώλεια χρημάτων ή αντικείμενων (μετρητά, κινητά, χρυσαφικά).
- Πτώση σε μαθήματα, επιδόσεις σε σπορ που κάποτε αγαπούσε κ.α
- Αναφορές του παιδιού για αυτοκτονία.
Η απάντηση στο τεράστιο θέμα των ναρκωτικών , δεν είναι μία και δεν είναι απλή. Τα ναρκωτικά έχουν τη δύναμη να αποξενώνουν και να δίνουν για ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα , την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, της παντοδυναμίας, της γνώσης, της ευτυχίας.
Είναι όμως πολύ δύσκολο να αποξενώσεις κάποιον όταν έχει δίπλα του, ένα δίκτυο ανθρώπων που τον αγαπούν και τον νοιάζονται με έναν υγιή, ελεύθερο και φυσικό τρόπο.
Είναι δύσκολο να αποξενώσεις έναν άνθρωπο που έχει μάθει να κάνει υπομονή, να αντέχει στα δύσκολα (γιατί θα έχει μάθει ότι, μετά έρχονται τα καλύτερα), να έχει μια υγιή αυτοπεποίθηση και ένα υγιή εγωισμό.
Είναι δύσκολο να αποξενώσεις έναν άνθρωπο που έχει όχι μόνο τις «θεωρητικές – απαραίτητες- γνώσεις» για τα ναρκωτικά αλλά και τους πρακτικούς τρόπους να αναζητά βοήθεια όταν τη χρειάζεται, να τον συγχωρούν όταν κάνει λάθη, και να του διδάσκουν τον τρόπο να ξανασηκώνεται όταν πέφτει.
Πηγές: Harvard Medical School & από τη σύμβουλο Ψυχικής υγείας Νάνσυ Ψημενάτου