Το ιταλικό τελεσίγραφο και η ελληνική αντίδραση
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c’est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»). Η απάντηση στο ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ’ άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση. Ορισμένοι πάλι σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Τίποτα φυσικά δεν αποκλείει την συνύπαρξη και των τριών εξηγήσεων.
Το πρώτο Ελληνικό animation που γυρίσθηκε στην Ελλάδα το 1940
Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο κατέληγε με τα εξής λόγια: « Ὅλον τό Ἔθνος ἄς ἐγερθῆ σύσσωμον. Ἀγωνισθῆτε διά τήν Πατρίδα, τάς γυναίκας, τά παιδιά σας καί τάς ἱεράς μας παραδόσεις. Νύν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών. » Κατόπιν αυτού, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-ιταλικά συνθήματα, ενώ διαδηλώσεις νέων εισέβαλαν σε ιταλικά γραφεία και επιχειρήσεις. Εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην ιταλική επιθετικότητα. Ακόμη και ο φυλακισμένος ηγέτης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Νίκος Ζαχαριάδης, έγραψε ανοικτή επιστολή, ζητώντας από το λαό να αντισταθεί, παρότι εξακολουθούσε να ισχύει το Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ (περί μη επίθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας), παραβαίνοντας έτσι την εκ Μόσχας κομματική γραμμή. Εντούτοις, σε δύο μεταγενέστερα γράμματά του κατηγορούσε το Μεταξά ότι έβαζε τη χώρα σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο και καλούσε τους Έλληνες στρατιώτες να λιποτακτήσουν και να ανατρέψουν το καθεστώς Μεταξά.
Αρχική ιταλική επίθεση (28 Οκτωβρίου 1940 – 13 Νοεμβρίου 1940)
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν στα πλαίσια του επιβραδυντικού αγώνα. Οι μεραρχίες «Φερράρα» και «Κένταυρος» κινήθηκαν προς την περιοχή του Καλπακίου (στη θέση Ελαία), το «Παραλιακό Συγκρότημα» προωθήθηκε κατά μήκος της ακτής και η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στα νοτιοανατολικά του Καλπακίου προκειμένου να διαβεί τον ποταμό Καλαμά. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.
Η σύμπτυξη των τμημάτων προκάλυψης ολοκληρώθηκε τη νύκτα της 29ης προς 30η Οκτωβρίου και στις 31 Οκτωβρίου όταν το ιταλικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωνε ότι: «οι μονάδες μας συνεχίζουν να προελαύνουν στην Ήπειρο και έφτασαν στον ποταμό Καλαμά, σε πολλά σημεία. Αντίξοες καιρικές συνθήκες και ενέργειες των υποχωρούντων εχθρών δεν επιβραδύνουν την προέλαση των δυνάμεών μας», οι δυνάμεις των Μεραρχιών «Φερράρα» και «Κένταυρος» άρχισαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κύριας αμυντικής τοποθεσίας στο Καλπάκι. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στη θάλασσα δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα.
Την 1η Νοεμβρίου, το ιταλικό Γενικό Επιτελείο έδινε προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής αλλά στο χρονικό διάστημα από 2 μέχρι 9 Νοεμβρίου οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασπαστεί η κύρια αμυντική τοποθεσία συνετρίβησαν από τις δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας, οπότε στις 9 Νοεμβρίου οι επιθέσεις διακόπηκαν και οι ιταλικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχώρησαν και έλαβαν θέσεις άμυνας, απειλούμενες από την αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Πίνδου.
Η μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις διαγράφηκε από την διείσδυση των 11.000 ανδρών της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στην Πίνδο με κατεύθυνση το Μέτσοβο και τη διάβαση της Κατάρας, η οποία απειλούσε να διαχωρίσει τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου από εκείνες της Δυτικής Μακεδονίας. Η «Τζούλια» αρχικά σημείωσε επιτυχίες, καθώς κατάφερε να απωθήσει τις λιγοστές δυνάμεις του Αποσπάσματος Πίνδου του συνταγματάρχη Δαβάκη, που είχε την ευθύνη για την άμυνα της περιοχής. Οι ολιγομελείς φρουρές στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων γρήγορα ανατράπηκαν από τους αλπινιστές και το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν υπό το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Οι αλπινιστές συνέχισαν τις επιθέσεις τους την επόμενη μέρα και η κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Το σύνολο των ανδρών του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή και ο Δαβάκης αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής για τον ανεφοδιασμό τους. Μέσα από δύσβατα, ολισθηρά και ανεμοδαρμένα μονοπάτια, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στη νύχτα, στο τσουχτερό κρύο, στο χιόνι και στη λάσπη μετέφεραν στους μαχητές που κρατούσαν τις κορυφές των υψωμάτων πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα και βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών στα μετόπισθεν. Ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της περιοχής στο «Έπος της Πίνδου».
Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθηνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν στις 3 Νοεμβρίου να καταλάβουν τη Βοβούσα, ένα χωριό 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μετσόβου, αλλά οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της προώθησης τους, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή.
Ο συνταγματάρχης Δαβάκης δεν είχε την τύχη να συμμετέχει στην ελληνική αντεπίθεση, μια και στις 2 Νοεμβρίου, εκτελώντας προσωπικά αναγνώριση στην περιοχή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Φούρκας τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Κοζάνης και στην συνέχεια στην Αθήνα. Οι ελληνικές δυνάμεις περικύκλωσαν αυτές της «Τζούλια» που εγκατέλειψαν τη Βοβούσα, στις 4 Νοεμβρίου. Μέχρι την 7η Νοεμβρίου διεξήχθησαν ανηλεείς μάχες στην περιοχή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και οι αλπινιστές της «Τζούλια», που είχαν αποκοπεί από τα μετόπισθεν τους, πολέμησαν σκληρά για την επιβίωσή τους. Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε να υποχωρήσουν νότια του όρους Σμόλικα κατά μήκος της βόρειας όχθης του Αώου προς την Κόνιτσα, όπου είχε προωθηθεί η 47η Μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την απόβαση στην Κέρκυρα. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, με εξαίρεση την περιοχή της Κόνιτσας, που κατείχε η μεραρχία «Μπάρι» μέχρι την 16η Νοεμβρίου. Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου».
Στη Δυτική Μακεδονία, ενόψει της έλλειψης δραστηριότητας από ιταλικής πλευράς και προκειμένου να ανακουφιστεί το μέτωπο της Πίνδου, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στις 31 Οκτωβρίου προώθησε στην περιοχή το Γ’ Σώμα Στρατού (10η και 11η Μεραρχία Πεζικού και Ταξιαρχία Ιππικού) υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με την εντολή να επιτεθεί στην Αλβανία, επίθεση η οποία λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού αναβλήθηκε για τις 14 Νοεμβρίου.
Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξ απήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο περίμενε ένα «στρατιωτικό πικ-νικ». Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα με τον Ουμπάλντο Σόντου (Ubaldo Soddu), τέως υφυπουργό Πολέμου. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει.
Ελληνική αντεπίθεση και ακινητοποίηση (14 Νοεμβρίου 1940 – 8 Μαρτίου 1941)
Οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η αδράνεια της Βουλγαρίας επέτρεψε στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο να μεταφέρει την πλειονότητα των μονάδων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να τις αναπτύξει στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση. Έντεκα μεραρχίες πεζικού, δύο Ταξιαρχίες Πεζικού και η Μεραρχία Ιππικού υπό τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά αντιμετώπιζαν δεκαπέντε ιταλικές μεραρχίες πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία.
Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Γ’ Σώμα Στρατού, ενισχυμένα με μονάδες από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσαν επίθεση στις 14 Νοεμβρίου, με κατεύθυνση την Κορυτσά. Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες τη διέσπασαν στις 17 Νοεμβρίου και μπήκαν στην Κορυτσά στις 22. Λόγω της αναποφασιστικότητας του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο να αναδιοργανωθούν και να μην καταρρεύσουν τελείως παρόλο που στο στράτευμά τους είχε ήδη ξεσπάσει κρίση με παραιτήσεις υψηλόβαθμων στρατιωτικών.
Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του Μετώπου. Το Α’ και Β’ Σώμα Στρατού προέλασαν στην Ήπειρο, και μετά από σκληρή μάχη κατόρθωσαν να καταλάβουν τους Αγίους Σαράντα, το Πόγραδετς και το Αργυρόκαστρο ως τις αρχές Δεκεμβρίου και τη Χειμάρρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας. Αλλά οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να προωθηθούν προς το Βεράτιο, ενώ απέτυχε και η επίθεσή τους προς την Αυλώνα. Στη μάχη για την Αυλώνα, οι Ιταλικές μεραρχίες «Λύκοι της Τοσκάνης», «Τζούλια», «Πινερόλο» και «Πουστέρια» υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά στα τέλη Ιανουαρίου η ελληνική προέλαση σταμάτησε. Οι Έλληνες σταμάτησαν λόγω αριθμητικής υπεροχής, πλέον, των Ιταλών, και λόγω της απομάκρυνσής τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού.
Στο μεταξύ, ο στρατηγός Σοντού αντικαταστάθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου από τον Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Στις 4 Μαρτίου, με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Συγκεκριμένα, έστειλαν τέσσερις μεραρχίες, εκ των οποίων δύο τεθωρακισμένες, που αριθμούσαν 57.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές του στρατηγού Χένρι Ουίλσον (Henry Wilson).
Εαρινή ιταλική επίθεση (9 Μαρτίου 1941 – 23 Απριλίου 1941)
Η στασιμότητα συνεχίστηκε, παρά τις επιμέρους εχθροπραξίες, καθώς και οι δυο αντίπαλοι ήταν πολύ αδύναμοι για να ξεκινήσουν νέα μεγάλη έφοδο. Οι Έλληνες ήταν σε ακόμη μειονεκτικότερη θέση καθώς, έχοντας απογυμνώσει τα βόρεια σύνορά τους από όπλα και άνδρες για να κρατήσουν το αλβανικό μέτωπο, ήταν υπερβολικά ευάλωτοι σε μια πιθανή γερμανική επίθεση μέσω Βουλγαρίας.
Οι Ιταλοί, από την άλλη πλευρά, θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας. Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές, όπως βόρεια της Χειμάρρας και μικρές εκτάσεις περί το Μπεράτι. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της «εαρινής επίθεσης» ήταν η μάχη του υψώματος 731.
Γερμανική επίθεση
Προβλέποντας τη γερμανική επίθεση, οι Βρετανοί και μερικοί Έλληνες ζητούσαν την υποχώρηση από την Ήπειρο, ώστε να εξοικονομηθούν δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποκρούσουν του Γερμανούς. Παρά ταύτα, το εθνικό συναίσθημα δεν επέτρεπε να εγκαταλειφθούν ευαίσθητες εθνικά περιοχές που κατακτήθηκαν με τόσο κόπο. Έτσι, παρά τη στρατιωτική λογική, απορρίφθηκε η ιδέα οπισθοχώρησης έναντι των «ηττημένων» Ιταλών και ο μεγαλύτερος όγκος των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε βαθιά στην Αλβανία, ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν. Ο στρατηγός Ουίλσον χλεύασε αυτό το «φετιχιστικό δόγμα του να μη δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς» και που οδήγησε στο να μείνουν μόνο έξι από τις εικοσιμία ελληνικές μεραρχίες να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επίθεση.
Από τις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών. Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία. Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19. Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.
Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου το μηχανοκίνητο γερμανικό σύνταγμα Σωματοφυλακή SS «Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte «Adolf Hitler») κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία. Έχοντας επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης, ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς, αλλά χωρίς την εξουσιοδότηση του Στρατάρχη Παπάγου, αντικατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich) στις 20 Απριλίου, κυρίως για να αποφύγει ατιμωτική παράδοση στους Ιταλούς. Οι όροι της παράδοσης θεωρήθηκαν τιμητικοί, καθώς ο ελληνικός στρατός δε θα αιχμαλωτιζόταν, ενώ οι αξιωματικοί θα επιτρεπόταν να διατηρήσουν το ξίφος τους. Ο Μουσολίνι εξοργίστηκε από τη μονομερή αυτή παράδοση και μετά από πολλές διαμαρτυρίες στον Χίτλερ, η τελετή συνθηκολόγησης επαναλήφθηκε στις 23 Απριλίου, για να παρευρεθούν και εκπρόσωποι της ιταλικής πλευράς.
Στις 24 Απριλίου τα ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν μαζί με τα γερμανικά στην Αττική, κοντά στην Αθήνα, ενώ οι ηττημένοι Βρετανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους. Παράλληλα, η Βουλγαρία εισέβαλε στην Θράκη και κατέλαβε μια περιοχή γύρω από την Ξάνθη. Στις 3 Μαΐου, μετά την κατάληψη και της Κρήτης, έγινε μια θεαματική ιταλο-γερμανική παρέλαση στην Αθήνα για να εορταστεί η νίκη του Άξονα. Μετά τη νίκη επί της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, ο Μουσολίνι ξεκίνησε να κομπάζει για τη νέα ιταλική Mare Nostrum («η θάλασσά μας», αναφερόμενος στη Μεσόγειο).
Απολογισμός
Με την πτώση της Κρήτης το Μάιο του 1941, ολόκληρη η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Για τα επόμενα τρία χρόνια υπέστη τη σκληρή Κατοχή από τις δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε εκτεταμένη Αντίσταση, η οποία απελευθέρωσε τις περισσότερες ορεινές περιοχές ως το 1944. Συγχρόνως, ελληνικές χερσαίες δυνάμεις και πλοία συνέχιζαν τον πόλεμο μαζί με τους Βρετανούς στη Βόρειο Αφρική, ακόμη και στην ίδια την Ιταλία. Με τη γερμανική αποχώρηση από τα Βαλκάνια, τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1944, η χώρα απελευθερώθηκε, αλλά πολύ σύντομα έπεσε στη δίνη ενός πολύνεκρου εμφύλιου πολέμου.
Επιπτώσεις στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Παρά την τελική νίκη των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας, η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε μεγάλη επίπτωση στην έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια καθυστέρησε την «επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα», ενώ προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη και αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αναφέρεται ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), είπε με πικρία ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δε θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ». Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη. Παρά ταύτα, είναι κοινός τόπος ότι η ανάγκη κατάληψης της Ελλάδας, η ανάγκη να κατασταλεί η Αντίσταση και να προστατευτεί η χώρα από ενέργειες των Συμμάχων, κράτησε στην Ελλάδα πολυάριθμες γερμανικές και ιταλικές μονάδες καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ελληνική αντίσταση χρειάστηκε, στην τελική της φάση την επέμβαση των Συμμάχων. Η απόφαση να σταλούν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως πολιτική και όχι στρατιωτική. Εκ των υστέρων, η αποστολή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή στην Ελλάδα σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο, χαρακτηρίστηκε από τον στρατηγό Άλαν Μπρουκ (Alan Brooke) ως μια «αδιαμφισβήτητη στρατηγική γκάφα», καθώς οι δυνάμεις αυτές, από τη μία αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να ανακόψουν τους προελαύνοντες Γερμανούς, ενώ από την άλλη θα μπορούσαν να είχαν παίξει αποφασιστικό ρόλο στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, όπου η συμβολή τους θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στη νίκη πολύ ενωρίτερα. Το γεγονός αυτό κατά τους Άγγλους δικαιολογείται απ’ το ότι εκείνη την στιγμή, αντί να εξαλείψουν για πάντα την Ιταλική παρουσία στην Β. Αφρική , έδωσαν καιρό στον Ρόμμελ να ετοιμάσει την εισβολή του, την οποία αργότερα πλήρωσαν ακριβά. Η πολιτική πρωτοβουλία εντούτοις χρεώνεται στον Τσώρτσιλ ο οποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα ενός λαού που νικά τον Άξονα και που θα μπορούσε να αποβεί ένα μελλοντικό εφαλτήριο για μια επίθεση στα πλευρά των Γερμανών. Δυστυχώς όμως οι Αγγλικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετές να περιφρουρήσουν όλη την Αυτοκρατορία , πράγμα που ήταν γνωστό στο Αγγλικό Επιτελείο ήδη απ το 1938, οπότε η κατά τα άλλα γενναία επέμβαση των Άγγλων στο πλευρό της Ελλάδας είχε το χαρακτηριστικό του ‘πολύ λίγο και πολύ αργά’ για τα τότε δεδομένα.
Πολύ σημαντικό επίσης ήταν και το ηθικό παράδειγμα, σε μια εποχή όπου μόνο η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιστεκόταν στις δυνάμεις του Άξονα, μιας μικρής χώρας η οποία, όχι μόνο αντιστεκόταν με τόλμη ενάντια σε μια, υποτίθεται παντοδύναμη, φασιστική Ιταλία, αλλά κατήγαγε και σημαντικές νίκες. Η αξία του ηθικού παραδείγματος τονιζόταν και στους διθυραμβικούς επαίνους που η Ελλάδα λάμβανε την εποχή εκείνη.
Ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν επίσης μεταξύ εκείνων που επαίνεσαν την υπερηφάνεια της ελληνικής αντίστασης. Σε επίσημο μήνυμά του για την 25η Μαρτίου, ο Ντε Γκωλ εξέφραζε το θαυμασμό του για την ελληνική αντίσταση:
Στο όνομα του κατεχόμενου, πλην ακόμη ζωντανού γαλλικού λαού, η Γαλλία επιθυμεί να χαιρετίσει τον πόλεμο του ελληνικού λαού για την ελευθερία του. Η 25η Μαρτίου 1941 βρίσκει την Ελλάδα στην κορυφή ενός ηρωικού αγώνα και στην κορυφή της δόξας της. Η Ελλάδα δεν έχει δει τέτοιο μεγαλείο και τέτοια δόξα, σαν αυτή που σήμερα απολαμβάνει, από τον καιρό της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Η στοίχιση της Ελλάδας με τους Συμμάχους συνετέλεσε στο να της δοθούν τα κατεχόμενα από την Ιταλία, αλλά κατοικούμενα από Έλληνες Δωδεκάνησα, το 1947, με τη λήξη του Πολέμου.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια